Από το χθες στο σήμερα
ΑΧΑΡΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΟΛΗ
Οι Αχαρνές εκτείνονται βόρεια της πόλης των Αθηνών και νότια της Πάρνηθας και απέχουν περίπου έντεκα χιλιόμετρα από αυτήν. Η κατοίκηση τους από την αρχαιότητα έως σήμερα είναι διαχρονική και αδιάλειπτη όπως συμπεραίνεται από τα ανασκαφικά δεδομένα και τις φιλολογικές πηγές που μαρτυρούν τη σπουδαιότητα της περιοχής.
Σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες και τα ανασκαφικά ευρήματα, τα όρια του δήμου τοποθετούνται προς τα Β-ΒΑ στην Πάρνηθα, τη Βαρυμπόμπη και τους Θρακομακεδόνες, προς τα ΒΔ στα Ανω Λιόσια, τη Ζοφριά και το Καματερό, προς τα Νότια στον Πύργο Βασιλίσσης και τους Αγίους Αναργύρους και προς τα Α-ΝΑ στην περιοχή Μονομάτι και τον Κηφισό ποταμό. Η ταύτιση της θέσης τους έγινε με βάση τις επιγραφικές και φιλολογικές πηγές.
Αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορικής πορείας των Αχαρνών είναι ο πλούτος των ευρημάτων από τις σωστικές ως επί το πλείστον ανασκαφές που διενεργούνται στην περιοχή μας από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, κατά την εκσκαφή θεμελίων οικοδομών και έργων κοινωνικής ωφέλειας από το Δήμο ή κατά τις ανασκαφές που προηγούνται μεγάλων έργων όπως η κατασκευή του Σ.Κ.Α., της Αττικής Οδού και του Ολυμπιακού Χωριού.
Στα σημαντικά μνημεία συγκαταλέγονται ο Μυκηναϊκός Θολωτός Τάφος στον Κόκκινο Μύλο, το Αρχαίο Θέατρο στο κέντρο του σημερινού δήμου, ο Τύμβος του Σοφοκλή στη Βαρυμπόμπη, η Ρωμαϊκή Αγροικία στην Αυλίζα, τμήματα του Αδριάνειου Υδραγωγείου στο Ολυμπιακό Χωριό, η Αγία Σωτήρα, οι Άγιοι Θεόδωροι, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος (Νηστευτής) κ.ά. Στις ανασκαφικές μαρτυρίες έρχονται να προστεθούν και οι μαρτυρίες των γραπτών πηγών, οι οποίες αναφέρονται συχνά στις Αχαρνές και στους δημότες τους που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική, κοινωνική, θρησκευτική και οικονομική ζωή του αθηναϊκού κράτους: Παυσανίας, Θουκυδίδης, Λουκιανός, Σενέκας, Πίνδαρος, Αριστοφάνης, Πλούταρχος, Λουκιανός, Διόδωρος Σικελός, Ξενοφών, Δημοσθένης, Ισοκράτης, Στέφανος Βυζάντιος, Ηρωδιανός κ.ά.
Η σημασία των Αχαρνών ωστόσο δεν περιοριζόταν μόνο στη στρατηγική τους θέση, αλλά και στην οικονομική τους ευμάρεια από την εκμετάλλευση της γεωργίας με αρδευτικά συστήματα, της αμπελουργίας, της μελισσοκομίας και του εμπορίου κάρβουνου που αποτελούσε και την κύρια πλουτοπαραγωγική τους πηγή. Δραστηριότητες που τους έδιναν πολλά έσοδα με τα οποία συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης –κράτους των Αθηνών στην οποία ανήκαν.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
Η γεωγραφική – στρατηγική θέση των Αχαρνών στο βόρειο άκρο της αθηναϊκής πεδιάδος και πάνω στις κύριες οδικές αρτηρίες που οδηγούσαν από το άστυ προς το Θριάσιο Πεδίο και τα Μέγαρα μέσω του στενού της Κρωπειάς και προς τη Βοιωτία μέσω της Φυλής ήταν εκείνη που την κατέστησαν συχνά πεδίο μαχών από την αρχαιότητα έως τα νεότερα χρόνια. Εξαιτίας της θέσης τους οι Αχαρνές είχαν εξαιρετική σημασία για την πόλη-κράτος των Αθηνών και αποτέλεσαν έναν από τους κύριους προμαχώνες της. Τη στρατιωτική σπουδαιότητα της περιοχής αποδεικνύει και η πληθώρα των οχυρώσεων, φρουρίων, πύργων και τειχών στους λόφους γύρω από τις Αχαρνές που θωράκιζαν τα σύνορα της Αττικής. Οι Αθηναίοι μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο οικοδομούν οχυρώσεις, φρούρια, πύργους και οχυρωματικούς περιβόλους που χρονολογούνται κυρίως τον 4ο αι. π.Χ. όπως το τείχος Δέμα που έκλεινε το πέρασμα προς το Θριάσιο πεδίο και τη Μεγαρίδα, το φρούριο Λειψύδριο και ο πύργος του Λοιμικού.
Το φρούριο Λειψύδριο, το γνωστό φρούριο των Αλκμαιωνιδών βρίσκεται αρκετά κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στην Πάρνηθα όπου το τοποθετούσαν από την αρχή οι Leake και Ross. Οι τοίχοι του φρουρίου διατηρούνται μέχρι σήμερα σε ύψος 3-4 δόμων και είναι κτισμένοι πρόχειρα με ακατέργαστες πέτρες. Το μήκος του είναι 126 πόδια, από τα ανατολικά προς τα δυτικά και το πλάτος του 65μ. Η θέα από εκεί δε φτάνει μόνο σε όλη τη γύρω περιοχή, αλλά και μέχρι το τείχος Δέμα και το Σταυρό της Αγίας Παρασκευής, απ’ όπου περνά κανείς στα Μεσόγεια. Ασφαλώς το Λειψύδριο, το φρούριο στο άνυδρο ύψωμα, απ’ όπου πήρε και το όνομά του, δεν ιδρύθηκε πρώτη φορά ως ορμητήριο των επιθέσεων των Αλκμεωνιδών κατά των Πεισιστρατιδών. Ο αρχικός του προορισμός θα ήταν να φυλάσσει και να ελέγχει την πλούσια ιδιοκτησία, που κατά την παράδοση ανήκε στους Αλκμεωνίδες και τους προγόνους τους, τους Παιονίδας. (Πλάτωνος –Γιώτα).
Ο πύργος του Λοιμικού βρίσκεται 8,5χλμ. περίπου Β-ΒΑ από το φρούριο της Φυλής, σε μια κορυφή στους βόρειους πρόποδες της Πάρνηθας. Είχε κτιστεί για να φυλάσσει τη δίοδο που περνούσε από το Άρμα προς την Σφενδάλη και τον Αυλώνα.
Ο πύργος, που σώζεται μέχρι σήμερα, είναι τετράγωνος, διαστάσεων 8Χ8μ. Το ύψος του είναι 3,5μ. και σώζεται σε έξι σειρές ισοδομικής τοιχοποιίας, με μερικούς τραπεζοειδείς λίθους τοποθετημένους στις ενώσεις. Οι περισσότερες πέτρες είναι λαξευμένες μπροστά, αλλά υπάρχουν και μερικές, που είναι μόνο ελαφρά λειασμένες.
Η είσοδός του είναι στην ανατολική πλευρά. Το εσωτερικό του χωρίζεται σε τρία τμήματα και το ένα είναι σήμερα γεμισμένο με πέτρες μέχρι την κορυφή.
Στη θέση αυτή δεν βρέθηκε χαρακτηριστική κεραμική. Ωστόσο η τοιχοδομία μοιάζει με αυτή του φρουρίου της Φυλής και έτσι θεωρήθηκε ότι ήταν σύγχρονα. Χρονολογήθηκε στο πρώτο μισό του 4ου αι. π.Χ Ο Vanderpool υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια φρυκτωρία (πύργος απ’ όπου στέλλονταν σήματα με φωτιές). Ο πύργος αυτός, όπως και άλλοι όμοιοί του, ήταν πιθανότατα παρατηρητήριο των Αθηναίων. Σκοπός της ίδρυσής του πρέπει να ήταν η επιτήρηση του δρόμου, που ερχόταν από την πεδιάδα της Τανάγρας και οδηγούσε από τα ανατολικά προς την Αθήνα. (Πλάτωνος –Γιώτα).
Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Μολονότι πολλοί μελετητές ασχολήθηκαν με την προέλευση και την ερμηνεία του ονόματος «Αχαρναί» οι απόψεις ποικίλλουν.
Σύμφωνα με ένα λογοπαίγνιο κωμικού ποιητή της αρχαιότητας η λέξη προέρχεται από το «αχάρνα» ή «αχαρνός» που σημαίνει λαβράκι – ροφός, επειδή η πεδιάδα των Αχαρνών έμοιαζε στο σχήμα με μεγάλο ψάρι. Το όνομα «Αχαρναί», κατά μια άλλη άποψη, προέρχεται από τον ομώνυμο μυθικό ήρωα, ιδρυτή της πόλης, από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι Αχαρνές όπως συνέβη και με πολλές άλλες αρχαίες πόλεις. Είναι επίσης πιθανό το όνομα να έχει προελληνική προέλευση και να σχετίζεται ως αναγραμματισμός με τις Αρχάνες στο Ηράκλειο της Κρήτης (Πλάτωνος –Γιώτα).
Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία το θεματικό μόρφωμα του –αχ- που υπάρχει στο τοπωνύμιο Αχαρναί ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα akw που σημαίνει νερό από την οποία προέρχεται και η λατινική λέξη aqua που σημαίνει επίσης νερό –ύδωρ. Ερμηνεία που στηρίζεται στο πλούσιο υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής και στις πηγές της Πάρνηθας. Έως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι Αχαρνείς πουλούσαν νερό στην πόλη της Αθήνας που ανέκαθεν είχε πρόβλημα λειψυδρίας (Βάθη – Στριφτού).
Το τοπωνύμιο «Μενίδι», μεταγενέστερη ονομασία του δήμου, έχει προκαλέσει ακόμη περισσότερες συζητήσεις σχετικά με την ελληνική ή την αρβανίτικη καταγωγή του. Για εκείνους που υποστηρίζουν την ελληνικότητα του ονόματος προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «μαινίς» ή από κάποιον βυζαντινό γαιοκτήμονα.
Στις βυζαντινές πηγές αναφέρεται για πρώτη φορά το Μενίδι σε χρυσόβουλο του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ σχετικό με κατάλογο κτημάτων στην περιοχή, τα οποία μεταβιβάστηκαν από την Ορθόδοξη στην Λατινική Αρχιεπισκοπή το 1209 μετά την κατάληψη της βυζαντινής επικράτειας από τους Λατίνους. Στο χρυσόβουλο αναφέρεται το Μενίδι και ο Άγιος Νικόλαος Μενιδίου. Σύμφωνα με τον Κ. Μπίρη, είναι πιθανόν οι Αχαρνές να μετονομάσθηκαν κατά τη βυζαντινή περίοδο σε Μενίδι από βυζαντινό αξιωματούχο όπως συνέβη και σε άλλες περιοχές της Αττικής – Καματερό, Καπανδρίτη, Σκαραμαγκάς, Χαλκούτσι κ.ά. Αναφορά του ονόματος Μενίδι γίνεται επίσης τον 16ο αιώνα στους φορολογικούς καταλόγους (defters), όπου αναφέρεται αύξηση κατοικιών στο Μενίδι, στη Χασιά και στην Κηφισιά. Αντίθετα, το 1790 το Μενίδι υποφέρει από τον Τούρκο διοικητή Χασάν Αλί Χασεκή και αναφέρεται ως η πιο αραιοκατοικημένη περιοχή της Αττικής.
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Σύμφωνα με τον ιστορικό Θουκυδίδη ο αρχαίος δήμος των Αχαρνών ανήκε στην Οινηίδα φυλή και στη τριττύ IV της Μεσογαίας και ήταν ο πολυανθρωπότερος δήμος της πόλης-κράτους των Αθηνών. Οι Αχαρνές αντιπροσωπεύονταν στην αθηναϊκή βουλή με 22 βουλευτές – περισσότερους από όλους τους άλλους αττικούς δήμους- και διέθεταν μεγάλο αριθμό οπλιτών (ο Θουκυδίδης αναφέρει 3.000, το 1/10 του στρατεύματος) και ιππέων που πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Οι Αχαρνείς κατατάσσονταν στους πιο πλούσιους Αθηναίους πολίτες και διέθεταν μεγάλο αριθμό ιππέων, το μεγαλύτερο από όλους τους άλλους δήμους. Την ευμάρειά τους οι Αχαρνείς τη χρωστούσαν στην καλλιέργεια της εύφορης πεδιάδας μεταξύ Αχαρνών και Αθηνών και στο εμπόριο του κάρβουνου -ήταν γνωστοί «ανθρακείς» - χάρη στη γειτονία τους με το βουνό της Πάρνηθας. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη οι Αχαρνείς μετέφεραν το κάρβουνο με κοφίνια στους αχαρνικούς όνους. Στις Αχαρνές ανήκαν οι αγροτικές εκτάσεις των νότιων υπωρειών της Πάρνηθας ως την περιοχή των Άνω Λιοσίων. Στην εύφορη αυτή πεδιάδα των Αχαρνών περνώντας ανενόχλητος από το στενό της Κρωπειάς όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης, μεταξύ Πάρνηθας και Αιγάλεω, εισέβαλλε επανειλημμένα τα πρώτα έξι χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-425 π.Χ.) ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος με το στρατό του και αφού στρατοπέδευε, λεηλατούσε την περιοχή και έκαιγε τα σπαρτά και τα αμπέλια για να εξαναγκάσει τους Αθηναίους να συνάψουν ειρήνη. Το πέρασμα αυτό οι κάτοικοι τον 19ο αιώνα ονόμαζαν Δέμα γιατί έδενε – έκλεινε τα δύο βουνά.
Στην περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου αναφέρεται και η αντιπολεμική κωμωδία «Αχαρνής» του Αριστοφάνη που διδάχτηκε στα Λήναια το 426/5 π.Χ. Στο έργο αυτό ο κωμικός ποιητής δίνει πολλές πληροφορίες για τους κατοίκους και το χαρακτήρα τους, τις γιορτές και τις ασχολίες τους. Οι Αχαρνείς στο έργο, αρνούνται την ειρήνη που ζητά ο Δικαιόπολις, καθώς ήθελαν να εκδικηθούν τους εισβολείς που κατέστρεφαν τις καλλιέργειες και τα υπάρχοντά τους.
Στην υπερβολή της κωμωδίας οι κάτοικοι των Αχαρνών παρουσιάζονται τραχείς, απαίδευτοι και άμουσοι. Η άμεση γειτονία τους με το βουνό της Πάρνηθας, όπου ήταν αναγκασμένοι να αντιμετωπίζουν καθημερινά κινδύνους και οι συχνές πολεμικές συγκρούσεις τούς είχαν κάνει σκληροτράχηλους όχι όμως άμουσους και αγράμματους όπως αποδεικνύεται από την ύπαρξη του αρχαίου θεάτρου όπου γίνονταν διάφοροι μουσικοί και θεατρικοί αγώνες και ελάμβαναν χώρα οι επίσημες τελετές. Εξάλλου, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές και οι επιτύμβιες στήλες επιφανών οικογενειών των Αχαρνών, από τις Αχαρνές προέρχονται πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, νικητές μουσικών και αθλητικών αγώνων, ιερείς ιεροφάντες, γιατροί, μάντεις, στρατηγοί και επιχειρηματίες. Επίσης, ο μεγάλος τραγικός ποιητής Σοφοκλής που καταγόταν από το δήμο της γειτονικής στις Αχαρνές Δεκέλειας, θεωρείται από πολλούς επιστήμονες με βάση τις πληροφορίες του ανώνυμου βιογράφου του, ότι τάφηκε στον επιβλητικό οικογενειακό ταφικό περίβολο μέσα σε τύμβο που ανασκάφηκε στη θέση Μεγάλη Βρύση ή Παναγίτσα στην περιοχή της Βαρυμπόμπης. Τέλος, στις Αχαρνές είχαν κτήματα και πολλοί πλούσιοι Αθηναίοι μεταξύ των οποίων και ο Περικλής, που καταγόταν από τον αρχαίο Χολαργό, που τοποθετείται στην περιοχή του σημερινού Καματερού. Σύμφωνα με το Θουκυδίδη στην ευρύτερη περιοχή που είχε στρατοπεδεύσει ο Αρχίδαμος βρίσκονταν τα αγροκτήματα της οικογένειας του Περικλή. Όταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός άρχισε να καταστρέφει κατά το θέρος τα σπαρτά, δεν ήταν λίγοι αυτοί που πίστευαν ότι δεν θα έκαιγε τα κτήματα του Περικλή με τον οποίο είχε δεσμούς «ξενίας». Ο Περικλής όμως, προβλέποντας πως η εισβολή θα γίνει στην αχαρνική πεδιάδα έσπευσε να βεβαιώσει τους συμπολίτες του πως αν οι Πελοποννήσιοι δεν κατέστρεφαν τα δικά του κτήματα θα τα χάριζε όλα στην πόλη (Παπαχατζής).
Με βάση αυτήν την πληροφορία ο Διονύσιος Σουμερλής στα 1854 στην Ιστορία των Αθηνών αναφέρει ότι μετά την καταστροφή των Αχαρνών από τον στρατό του Αρχίδαμου κάποιος κωμικός ποιητής παριστάνοντας τον Περικλή αναφώνησε ειρωνικά :«ουκ εστί δη Αχάρνα αλλά μαινίδιον» δηλαδή οι Αχαρνές δεν είναι πια ροφός αλλά μαρίδα ερμηνεύοντας έτσι τη μεταγενέστερη ονομασία της περιοχής Μενίδι που ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται (Στριφτού- Βάθη).
Οι Αχαρνείς, ανδρείοι και δημοκρατικοί συμμετείχαν στη δεύτερη φάση του Πελοποννησιακού πολέμου, το Δεκελεικό (413-404 π.Χ.) όταν ο γειτονικός και συμμαχικός δήμος της Δεκέλειας είχε καταληφθεί από τα Σπαρτιατικά στρατεύματα. Το 403 π.Χ. ο Θρασύβουλος με ορμητήριο τη Φυλή και 700 στρατιώτες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Αχαρνείς νίκησε το στρατό των Τριάκοντα Τυράννων και αποκατέστησε τη δημοκρατία.
Η ΚΑΤΟΙΚΗΣΗ
Η κατοίκηση στον αρχαίο δήμο των Αχαρνών ήταν διαχρονική και αδιάλειπτη από την αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους.
Οι παλαιότερες αρχαίες ενδείξεις στην περιοχή όπου αναπτύχθηκε ο αρχαίος δήμος των Αχαρνών ανάγονται στους νεολιθικούς χρόνους. Από τη νεολιθική και πρωτοελλαδική περίοδο τα ευρήματα είναι λιγοστά.
Τη σπουδαιότητα που είχε η περιοχή των Αχαρνών ήδη από την Εποχή του Χαλκού καταδεικνύει πρώτος από όλα τα μνημεία ο καλύτερα διατηρημένος μυκηναϊκός θολωτός τάφος της Αττικής που ανασκάφηκε στη θέση Λυκότρυπα στον Κόκκινο Μύλο Αχαρνών στα 1879 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο υπό την εποπτεία του Εφόρου Αρχαιοτήτων της Ελληνικής Κυβέρνησης. Χρονολογείται στον 14ο–13ο αι. π.Χ. και κατασκευάστηκε για τα μέλη επιφανούς οικογένειας της περιοχής. Η εύρεσή του μας υποδεικνύει την ύπαρξη μυκηναϊκού κέντρου (1.600 -1050 π.Χ.) στην περιοχή με ισχυρό τοπικό άρχοντα. Ο Lolling, ανασκαφέας του τάφου, συσχετίζει το μυκηναϊκό οικισμό με τα λείψανα οχύρωσης στην περιοχή του Γεροβουνού όπως αποτυπώνονται στο χάρτη του Kaupert (Curtius – Kaupert, Karten vn Attica, φύλλο VI) ορατά έως το 1960. Ενδείξεις ωστόσο μυκηναϊκής κατοίκησης έχουν βρεθεί και στην περιοχή ενός τεχνητού λόφου που περιείχε τρεις μαρμάρινες σαρκοφάγους στην περιοχή της Αγίας Σωτήρας–Αγίου Νικολάου, στο παλιό τελωνείο Αχαρνών και στην περιοχή της Χαραυγής.
Στα χρόνια που ακολουθούν οι Αχαρνές παρουσιάζουν άφθονα τεκμήρια κατοίκησης. Από τα γεωμετρικά χρόνια (11ος - 8ος αι. π.Χ.) υπάρχουν άφθονες αρχαιολογικές μαρτυρίες στην περιοχή των Αχαρνών, οι οποίες προέρχονται κυρίως από τάφους διασκορπισμένους σε πολλές θέσεις του αρχαίου δήμου. Νεκροταφεία γεωμετρικών χρόνων έχουν εντοπιστεί στην περιοχή του Κόκκινου Μύλου καθώς και στην οδό Σαλαμίνος, νυν Αρχαίου Θεάτρου, κοντά στο αρχαίο θέατρο.
Στους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους (5ος - 2ος αι. π.Χ.) χρονολογείται το μεγαλύτερο πλήθος των ευρημάτων από την περιοχή των Αχαρνών. Πρόκειται για ευρήματα που προέρχονται πάλι στην πλειονότητά τους από νεκροταφεία που ανασκάφηκαν σ’ όλη την έκταση των σημερινών Αχαρνών, ιδιαίτερα στο κεντρικό τμήμα τους. Επιπλέον στους κλασικούς χρόνους χρονολογούνται και δύο κατοικίες που βρέθηκαν στην περιοχή Μονομάτι και ένα μικρό αγροτικό ιερό, πιθανώς της Δήμητρας και της Κόρης, που αποκαλύφθηκε στην ίδια περιοχή κατά τις ανασκαφές της Αττικής Οδού. Τμήματα αγωγών που ανήκαν στον «Αχαρνικό Οχετό», ένα σπουδαίο υδραυλικό έργο του 4ου αι. π.Χ. που υδροδοτούσε τις Αχαρνές και τους γύρω δήμους, έχουν εντοπιστεί σε διάφορα σημεία των Αχαρνών. Και από τους δρόμους της εποχής αυτής σώθηκαν αρκετά κατάλοιπα, όπως στην περιοχή Χαραυγή (οδός Ιππίου) που ανασκάφηκε τμήμα της αρχαίας οδού που οδηγούσε από τις Αχαρνές στην Αθήνα και στους βόρειους γειτονικούς δήμους των Αχαρνών. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί και ερευνηθεί αρκετά τμήματα του οδικού δικτύου των Αχαρνών.
Οι αρχαίες Αχαρνές υπήρξαν κατά την αρχαιότητα το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκαν οι μικρότεροι δήμοι της βόρειας Αττικής. Η κατανομή των αρχαίων δήμων γύρω από τις Αχαρνές ήταν πυκνή. Κάθε δήμος λειτουργούσε αυτόνομα, είχε το δικό του όνομα, τη δική του οργάνωση και εκπροσώπηση στη βουλή της Αθήνας ανάλογα με τον πληθυσμό του. Είχε επίσης τους δικούς του οικονομικούς πόρους και ιδιαίτερη κοινωνική και θρησκευτική ζωή.
Στα δυτικά των Αχαρνών τοποθετείται η θέση τριών δήμων που αποτελούσαν τρικωμία: των Πηλήκων, των Κρωπιδών και των Ευπυριδών. Στο στενό της Κρωπειάς, ανάμεσα στο Αιγάλεω και την Πάρνηθα κτίστηκε κατά τον 4ο αι. π.Χ. με πολυγωνική τοιχοποιία το τείχος Δέμα μήκους 4,560μ., αμυντικό οχυρωματικό έργο, προορισμένο να φυλάσσει την πύλη εισόδου στην Αττική από την πλευρά του Θριάσιου πεδίου. Οι Ευπυρίδαι τοποθετούνται στα σημερινά Άνω Λιόσια. Στο Καματερό, όπου ήρθε στο φως ιερό, πιθανότατα το γνωστό από τις πηγές κέντρο λατρείας του Ηρακλή, εντοπίζεται ο αρχαίος Χολαργός, που είχε κτήματα ο Αθηναίος πολιτικός Περικλής.
Προς τα ανατολικά οι Αχαρνές γειτόνευαν με την ύπερθεν (άνω) (Μονομάτι) και καθύπερθεν (κάτω) Περγασή (Κάτω Κηφισιά). Οι Αχαρνές γειτόνευαν προς βόρεια και δυτικά με το φρούριο Λειψύδριο και τους αρχαίους δήμους: Κηττού, Κεραμέων, Αιθαλιδών, Δεκέλειας, Χολλιδών, Όης, Χασιάς, Παιονιδών και Φυλής. Ο δήμος του Άρματος ήταν κέντρο λατρείας του Δία, που είχε τα προσωνύμια Παρνήθιος, Σημαλέος και Όμβριος. Στο σπήλαιο του Πάνα, κοντά στη Μονή Κλειστών, λατρευόταν ο θεός Πάνας, ο Ερμής και οι Νύμφες. Ο δήμος Συπαληττού τοποθετείται στα νοτιοατολικά των Αχαρνών, στην περιοχή της σημερινής Μεταμόρφωσης. Στον αρχαίο δήμο δηλαδή ανήκαν οι περισσότεροι αγροτικοί οικισμοί των νότιων υπωρειών της Πάρνηθας από τα δυτικά της Δεκέλειας ως την περιοχή των Άνω Λιοσίων (Παπαχατζής).
Σχετικά με την ιστορία και τον καθημερινό βίο των δήμων της Αττικής δεν έχουμε επαρκείς πληροφορίες από τους ιστοριογράφους της αρχαιότητας. Η αρχαιολογική έρευνα και τα κείμενα των επιγραφών συμβάλλουν ωστόσο στην προσέγγιση της καθημερινής ζωής, του λατρευτικού βίου και της διοικητικής τους οργάνωσης. Η συλλογή των ονομάτων των Αθηναίων πολιτών από τις Αχαρνές με τα πατρώνυμα και τους τίτλους βοηθά στη πληρέστερη κατανόηση του αρχαίου Δήμου Αχαρνών που υπήρξε ο μεγαλύτερος περιφερειακός δήμος της πόλης-κράτους των Αθηνών. Τα επιγραφικά κείμενα, κυρίως επιτύμβιων μνημείων μας παρέχουν πληροφορίες για τη ζωή των πολιτών, τους τίτλους, τα γενεαλογικά δέντρα, ενώ τα ψηφίσματα, αποτελούν σημαντική πηγή πληροφοριών καθώς μας καθιστούν γνώστες των θεσμών, της λειτουργίας του δήμου, της διοικητικής οργάνωσης και των αρχιτεκτονικών οικοδομημάτων, όπως του θεάτρου και των ναών που κοσμούσαν την πόλη.
Τα ελάχιστα οικιστικά κατάλοιπα της κλασικής εποχής, περίοδο ακμής του δήμου, που έχουν βρεθεί στις Αχαρνές μπορούν να ερμηνευτούν πιθανότατα από την κατανομή των οικιστικών πυρήνων, στους οποίους ήταν οργανωμένος ο δήμος, στην πολύ μεγάλη έκταση που αυτός καταλάμβανε και από την καταστροφή των μικρών συνήθως οικιών της κλασικής εποχής από τις μεγαλύτερες ρωμαϊκές οικιστικές εγκαταστάσεις, καθώς πολλές φορές κάτω από τους ρωμαϊκούς τοίχους βρίσκουμε παλιότερους κλασικής εποχής.
Το κέντρο του αρχαίου δήμου, όπου θα ήταν η Αγορά, οι ναοί της Αθηνάς Ιππίας, του θεού Άρη, το θέατρο του δήμου και άλλα δημόσια κτίρια δεν έχει μέχρι σήμερα εντοπιστεί. Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί από Έλληνες και ξένους. Σοβαρές επιγραφικές και αρχαιολογικές ενδείξεις οδηγούν στην περιοχή των λόφων των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων και του Προφήτη Ηλία καθώς και στην περιοχή της Αυλίζας στα ΝΑ τους. Κατάλοιπα ωστόσο πολυτελών σπιτιών ή δημόσιων κτιρίων βρέθηκαν και στην κεντρική πλατεία του δήμου, μπροστά στην Ιστορική και Λαογραφική Εταιρεία Αχαρνών (περίτεχνα αρχιτεκτονικά μέλη και τμήμα από το κάτω μέρος κορμού αγάλματος γυναικείας μορφής κλασικών χρόνων).
Η αποκάλυψη τμήματος του αρχαίου θεάτρου των Αχαρνών ενισχύει σημαντικά τη θέση του αρχαίου δήμου σε μια ακτίνα που ορίζεται από την πλατεία του Αγίου Βλασίου μέχρι τους λόφους των Αγίων Σαράντα και του Προφήτη Ηλία που προαναφέρθηκαν. Η ύπαρξή του ήταν γνωστή από δύο επιγραφές που είχαν βρεθεί παλαιότερα στην περιοχή και σήμερα φυλάσσονται στο Επιγραφικό Μουσείο και την Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών. Το αρχαίο θέατρο των Αχαρνών εντοπίστηκε το 2007 κατά την εκσκαφή για την ανέγερση οικοδομής σε ιδιωτικό οικόπεδο στην οδό Σαλαμίνος 21, νυν Αρχαίου Θεάτρου, στο κέντρο του σύγχρονου Δήμου. Σύμφωνα με την ανασκαφέα Μαρία Πλάτωνος η σημασία της αποκάλυψης του θεάτρου είναι μεγάλη, καθώς σηματοδοτεί τη θέση του κέντρου του αρχαίου δήμου Αχαρνών, με τα δημόσια οικοδομήματα και τα ιερά του, αποδεικνύοντας τη σπουδαιότητά του στην αρχαιότητα ως πολιτικού, οικονομικού και θρησκευτικού κέντρου, γύρω από το οποίο αναπτύχθηκαν οι οικιστικοί συνοικισμοί των Αχαρνών. Η κατασκευή του θεάτρου τοποθετείται στον 4ο αιώνα π. Χ., ενώ ο χώρος ήταν σε χρήση έως και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Αντίθετα με την σπανιότητα οικιστικών στοιχείων της κλασικής περιόδου, από τη ρωμαϊκή και υστερορωμαϊκή εποχή σώζονται αρκετά κατάλοιπα: τάφοι, κατοικίες, αγροτικές και εργαστηριακές εγκαταστάσεις, λουτρά, αγωγοί, κ.λ.π., που απαντούν διάσπαρτα σ’ όλη την έκταση του σημερινού δήμου, περισσότερο όμως στην περιφέρειά του, ενώ στο κέντρο υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση κλασικών νεκροταφείων.
Το Αδριάνειο Υδραγωγείο αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα κοινής ωφέλειας της ρωμαϊκής εποχής στην Αθήνα, αν αναλογιστεί κανείς ότι επέτρεπε την υδροδότηση της Αθήνας από το 140 μ. Χ., οπότε και τελείωσε η κατασκευή του, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο κεντρικός κλάδος του Αδριάνειου Υδραγωγείου, είχε μήκος 25.957 μ. και άρχιζε δυτικά από το σημερινό αεροδρόμιο της Δεκελείας και τελείωνε στη δεξαμενή του Κολωνακίου. Στις Αχαρνές έχει ανασκαφεί ευρύτατο σύστημα αγωγών ύδρευσης και αποχέτευσης και πολλές δεξαμενές ρωμαϊκών χρόνων. Στα πλαίσια των εργασιών για τους Ολυμπιακούς αγώνες και ως δείγμα σεβασμού στην ιστορικότητα της περιοχής , στον κοινόχρηστο χώρο του Ολυμπιακού χωριού έγινε μερική διαμόρφωση επίγειου αγωγού του Αδριάνειου Υδραγωγείου και των φρεατίων του.
Η κατοίκηση των Αχαρνών συνεχίζεται κατά τα υστερορρωμαϊκά και βυζαντινά χρόνια όπως αποδεικνύεται από τις μεγάλες αγροικίες που βρέθηκαν στην περιοχή Αυλίζας –Γεροβουνού , στην οδό Δημοκρατίας, και πιο κάτω στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας, στην οδό Καραμανλή, στο Μονομάτι Αχαρνών κ.ά.
Στην περιοχή των Αχαρνών και στους γειτονικούς δήμους έχουν βρεθεί αρκετές μεγάλες ρωμαϊκές επαύλεις (αγροικίες τύπου βίλας) και σε κάποιες από αυτές και συγκροτήματα λουτρών (βαλανείων). Οι ρωμαϊκές, αντίθετα με τις μικρές κατοικίες της κλασικής περιόδου, ήταν μεγάλες μονώροφες ή διώροφες με πολλά δωμάτια διαμονής, αργαλειού, εργαστηριακούς και αποθηκευτικούς χώρους κεραμικούς κλιβάνους, στάβλους και μία ή δύο αυλές, όπως οι δύο αγροικίες στην περιοχή της Αυλίζας –Γεροβουνού και μια άλλη στη λεωφόρο Καραμανλή. Οι μεγάλες αυτές ρωμαϊκές εγκαταστάσεις αγροτικού χαρακτήρα, ήταν αυτοδύναμες και αποτελούσαν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο συγκεντρωνόταν η μεγάλη ιδιοκτησία. Οι πιο πολυτελείς από αυτές, έχουν χώρους λουτρών με υπόκαυστα. Οι ρωμαϊκές κατοικίες των Αχαρνών είναι γενικά απλές και μικρές, με μία μόνο αυλή. Οι αγροικίες αυτές έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής και σε πολλές είχαν γίνει κατά καιρούς επεκτάσεις και μετασκευές.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ – ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Η κατοίκηση των Αχαρνών συνεχίστηκε και στα χρόνια που ακολούθησαν. Την αδιάσπαστη συνέχεια της κατοίκησης στην περιοχή έως τους νεότερους χρόνους επιβεβαιώνουν πολλοί ναοί των Αχαρνών και της Πάρνηθας που ανάγουν τη χρονολόγησή τους στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους. Στις Αχαρνές σώζεται ένας μεγάλος αριθμός βυζαντινών και μεταβυζαντινών εκκλησιών. Οι περισσότερες καταγράφηκαν πρώτη φορά το 1933 από τον καθηγητή και ακαδημαϊκό Αναστάσιο Ορλάνδο, όταν συνέταξε το Ευρετήριο των Μεσαιωνικών Μνημείων της Ελλάδος. Ωστόσο η Βυζαντινή περίοδος στις Αχαρνές, δεν έχει μελετηθεί ικανοποιητικά. Επαρκείς πληροφορίες υπάρχουν μόνο για την υστεροβυζαντινή περίοδο μετά τον 13ο αιώνα.
Στη συμβολή των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Δεκελείας ανασκάφηκε κατά τους πρόσφατους χρόνους παλαιοχριστιανικός ναός. Είναι σημαντικό και ιστορικά ενδιαφέρον ότι από τις ρωγμές και καταρρεύσεις που προκάλεσε ο σεισμός του 1999 στις Αχαρνές αποκαλύφθηκαν δομικά στοιχεία και επάλληλα στρώματα τοιχογραφιών που παραπέμπουν ασφαλώς τα περισσότερα στη βυζαντινή ή μεταβυζαντινή εποχή. Τέλος, ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι πως σε παλαιές εκκλησίες των Αχαρνών (Αγία Τριάδα Πάρνηθας, Αγία Σωτήρα, Άγιος Ιωάννης) είναι ορατά και σήμερα μεμονωμένα αρχιτεκτονικά μέλη από αρχαία κτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.
ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ (1453-1821)
Κατά τον 16ο αιώνα οι Αχαρνές ήταν το κυριότερο οικιστικό και οικονομικό κέντρο μετά την πόλη της Αθήνας με εκτεταμένη αγροτική έκταση. Τα έσοδα προέρχονταν από τις καλλιέργειες, την υλοτομία, τη κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Η ενασχόληση με το εμπόριο απέφερε σημαντικά κέρδη, κυρίως μετά το 1700 όπως αποδεικνύεται από τα προικοσύμφωνα, τις αγορές των κτημάτων και τα νυφικά κοσμήματα των γυναικών.
Στην τεράστια έκταση της καλλιεργήσιμης γης από την Πάρνηθα μέχρι το κέντρο του λεκανοπεδίου της Αττικής που ανήκε στην ιδιοκτησία Τούρκων και Μοναστηριών, δούλευαν Μενιδιάτες. Σε αυτή την έκταση συμπεριλαμβάνονταν και οι μικρότεροι οικισμοί, Τατόι, Βαρυμπόμπη, Μονομάτι, Δερβισαγού (Κόκκινος Μύλος), που ανήκαν σε Τούρκους μεγαλοκτηματίες. Τα κτήματα αυτά αγόρασαν από τους Τούρκους οι Μενιδιάτες πριν το 1821. Ο κεντρικός οικισμός Μενίδι στα χρόνια εκείνα καταλάμβανε μια περιορισμένη έκταση που συμπίπτει με το κέντρο του αρχαίου αλλά και του σημερινού δήμου. Ο οικισμός είχε στενά δρομάκια χωμάτινα ή πλακόστρωτα. Τα σπίτια ήταν κεραμοσκεπή, χτισμένα με πλίνθους και πέτρες και αυλές με ψηλό μαντρότοιχο. Το μέγεθός τους ήταν ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη και τις ανάγκες του. Υπήρχαν και διώροφα σπίτια που τα ονόμαζαν πύργους ή πυργάκια.
Το θρησκευτικό αίσθημα των Μενιδιατών ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένο όπως δηλώνει ο μεγάλος αριθμός των μικρών μεταβυζαντινών ναών. Εκκλησίες του 19ου αιώνα υπάρχουν επίσης αρκετές στις Αχαρνές, στην Πάρνηθα και στους γύρω δήμους που επιβεβαιώνουν τη συνεχή κατοίκηση.
Στις παραμονές της επανάστασης του 1821 οι Αθηναίοι κλεισμένοι στο τείχος του Χασεκή, στηρίχτηκαν στους Μενιδιάτες, στους Χασιώτες και στους υπόλοιπους κατοίκους της Αττικής για την απελευθέρωσή τους (Καμπούρογλου). Ως ορμητήριο των επαναστατών οι Αχαρνές επιλέχθηκαν κυρίως για τη στρατηγική τους θέση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Αττικής, την κοντινή τους απόσταση από την Αθήνα, τη πληθυσμιακή και οικονομική τους δύναμη και την κατοχή των όπλων, καθώς, ως φύλακες των περασμάτων οπλοφορούσαν. Την αίσθηση της ασφάλειας ενίσχυσε ο ορεινός όγκος της Πάρνηθας και η γειτνίαση με τη Χασιά. Οι Έλληνες επαναστάτες εκδίωξαν τους Τούρκους τον Μάιο του 1829. Στις πολεμικές επιχειρήσεις της Αττικής ξεχώρισαν ως ηγετικές μορφές οι Μενιδιάτες : Κιουρκατιώτης και οι αδελφοί Λέκκα.
ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Προεπαναστατικά ο πληθυσμός του Μενιδίου και των γύρω οικισμών υπολογίζεται σε 1.300 περίπου κατοίκους. Σύμφωνα με Βασιλικό Διάταγμα το 1835, συστάθηκε ο Δήμος Αχαρνών, που μαζί με τους Δήμους: Αθήνας, Πειραιώς, Αμαρουσίου, Μαραθώνος, Μυρρινούντος, Αραφήνος, και Λαυρίου, αποτελούσαν την Επαρχία Αττικής. Η αρχική έκταση του Δήμου Αχαρνών περιελάμβανε : Μενίδι, Βαρυμπόμπη, Λιόπεσι, Τατόι ή Δεκέλεια, Μονομάτι, Κουκουβάουνες, Χασιά, Καλύβια Χασιάς, Καματερό και Λιόσια. Η έκταση του Δήμου Αχαρνών μέσα σε 170 χρόνια από τον σχηματισμό των Δήμων της Αττικής περιορίστηκε κατά το ήμισυ από τον ιστορικό χώρο και αυξήθηκε σε πληθυσμό κατά 60 φορές. Η πληθυσμιακή του σύνθεση επιβεβαιώνεται και με την ύπαρξη αρκετών συλλόγων μέσα στα όρια του Δήμου.
Ο ΣΗΜΕΡΙΝΟΣ ΔΗΜΟΣ
Ο Δήμος Αχαρνών ο οποίος χαρακτηρίστηκε ολυμπιακός δήμος, μεταξύ άλλων το 2004, αποτελεί σήμερα έναν από τους μεγαλύτερους δήμους της Αττικής με έκταση πάνω από 150.000 στρέμματα.
Η διοικητική του περιφέρεια οριοθετείται προς Βορρά από τις Δημοτικές Ενότητες Αυλώvoς και Μαλακάσας (Δήμου Ωρωπού), πρoς Αvατoλάς από τις Δημοτικές Ενότητες Αφιδvώv (Δήμου Ωρωπού), Αγίου Στεφάνου , Κρυovερίoυ (Δήμου Διονύσου), Εκάλης, Νέας Ερυθραίας , Κηφισιάς (Δήμου Κηφισιάς) και του Δήμου Μεταμόρφωσης, πρoς Νότo από τo Δήμo Αγίωv Αvαργύρωv και Καματερoύ και Δυτικά από τις Δημoτικές Κοινότητες Ζεφυρίoυ, Αvω Λιoσίωv και Φυλής (Δήμου Φυλής).
Στα διοικητικά όρια του δήμου περιλαμβάνονται : ο Κόκκινος Μύλος, η Βαρυμπόμπη, οι Θρακομακεδόνες, το Αεροδρόμιο Τατοϊου (Δεκέλεια), μικρό μέρος του πρώην Βασιλικού Κτήματος, το Ολυμπιακό Χωριό και μεγάλο μέρος του Εθνικού Δρυμού της Πάρνηθας, το καζίνο της Πάρνηθας (Μον Παρνές) και δύο ορειβατικά καταφύγια.
Η Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της πόλης απέναντι από το Δημαρχείο και καλύπτει χρονολογικά την περίοδο από τα προϊστορικά έως τα μεσοβυζαντινά χρόνια (12ος μ. Χ. αι.). Η έκθεση περιλαμβάνει κυρίως κτερίσματα από αρχαία νεκροταφεία ή μεμονωμένες ταφές, αντικείμενα καθημερινής χρήσης από οικίες, εργαστήρια, αποθέτες, δεξαμενές, δρόμους, αγωγούς και αντικείμενα από ιερά.
Τα εκθέματα παρουσιάζονται μέσα σε προθήκες ως σύνολα από την κάθε ανασκαφή με χρονολογική σειρά. Τα γλυπτά, οι επιτύμβιες στήλες και τα μεγάλα πήλινα αγγεία εκτίθενται ελεύθερα εκτός προθηκών σε αυτόνομες βάσεις. Από τα εκθέματα ξεχωρίζει για τη μοναδικότητά του ο ερυθρόμορφος κρατήρας του ζωγράφου της Φλωρεντίας, στην κύρια όψη του οποίου εικονίζονται Νίκες να βραβεύουν αθλητή νικητή στο πένταθλο ( 470-460 π.Χ.)
Το πλούσιο εποπτικό υλικό που πλαισιώνει την έκθεση έχει σκοπό να ενημερώσει τον επισκέπτη τόσο για τα εκθέματα, όσο και για την αρχαία ιστορία των Αχαρνών και για τους γειτονικούς αρχαίους δήμους, για τα μνημεία και τα ιερά της περιοχής, για τα έργα υποδομής των Αχαρνών, τις κατοικίες, τα έθιμα ταφής και την καθημερινή ζωή στις αρχαίες Αχαρνές, καθώς και για δύο σημαντικά μνημεία των Αχαρνών, τον μυκηναϊκό θολωτό τάφο και το αρχαίο θέατρο, το οποίο έχει μερικώς ανασκαφεί.(Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να επισκεφτείτε το : https://www.efada.gr/).
Μαρμάρινη επιτύμβια στήλη της Πατροκλέας με σκηνή αποχαιρετισμού. Βρέθηκε στις Αχαρνές. 4ος αι. π.Χ. Μουσείο Πειραιά.
'Αγαλμα θρηνωδού από μεγάλο επιτάφιο μνημείο στις Αχαρνές. Βερολίνο, Αρχαιολογικό Μουσείο Περγάμου.
Μετόπη από ψηφισματικό ανάγλυφο με την Αθηνά και τον 'Αρη. 4ος αιώνας π.Χ.
Σύνταξη : Ελένη Κασσωτάκη, Πολυξένη Ιωάννου
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να ανατρέξετε στην ιστοσελίδα του Τμήματος Αρχαιολογίας και Ιστορικής Έρευνας του δήμου Αχαρνών:
https://arxaiologikoacharnes.wordpress.com/
Βιβλιογραφία
Αριστοφάνης, Αχαρνής, Απαντα Ελλήνων Συγγραφέων, τόμ.2, (Εισαγωγή-Μετάφραση-Σημειώσεις Φ. Γιοφύλλη), εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1975.
Δ. Γ. Γιώτας, Οι Μενιδιάτες κατά τον 18ο αιώνα και την επανάσταση του ‘21, Αχαρνές 1990.
Αλ. Πατρινάκου-Ηλιάκη, «Αρχαιολογικές έρευνες στο Δήμο Αχαρνών. Ανασκαφή γεωμετρικών και κλασικών ταφών στην οδό Δεκελείας», Α΄ ΣΙΛΑ, Αχαρνές 1988, 269-286.
Ε. Κασσωτάκη, Τοπικός Πολιτισμός και Μουσειακή Εκπαίδευση. Η περίπτωση του Δήμου Αχαρνών, Διπλωματική Εργασία, Αθήνα 2011.
Ν. Νέζης- Δ. Γιώτας, Πάρνηθα. Γεωγραφία-φυσικό περιβάλλον- άθληση- τοπωνύμια- βιβλιογραφία- πολιτισμός- ιστορία- μνημεία, Αθήνα 2006.
Μ. Πλάτωνος-Γιώτα, Αχαρναί. Ιστορική και Τοπογραφική Επισκόπηση των Αρχαίων Αχαρνών, των γειτονικών Δήμων και των οχυρώσεων της Πάρνηθας, Αχαρναί 2004.
Μ. Πλάτωνος-Γιώτα, «Αρχαιολογική Συλλογή Αχαρνών» στο Αττική 2004, Ανασκαφές, Ευρήματα, Νέα Μουσεία, (επιμ. Β. Βασιλοπούλου), Αθήνα 2005, 25-28.
Μ. Πλάτωνος-Γιώτα, «Αρχαίοι Δήμοι και Οχυρά», Η Καθημερινή. Επτά Ημέρες Αφιέρωμα: Περπατώντας στην Πάρνηθα, Αθήνα 2005.
Στ. Στριφτού-Βάθη, Αχαρναί. Από τα προϊστορικά χρόνια μέχρι σήμερα, τόμ. Α΄, τόμ. Β΄, Αχαρναί 2009
Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Αττικά, Τομ.1. Εισαγωγή στο έργο του Παυσανία, μετάφραση, σημειώσεις ιστορικές, αρχαιολογικές, μυθολογικές. Εκδοτική Αθηνών,Αθήνα 1974.