Ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου γιὰ τὴν Γενοκτονία τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου
(Ἐκφωνήθηκε στὴν Πλατεία Ἡρώων Ἀκριτῶν τοῦ Πόντου στὶς Ἀχαρνές, στὶς 18/5/2023, στὸ πλαίσιο τῶν κοινῶν δράσεων τοῦ Δήμου Ἀχαρνῶν καὶ της Ευξείνου Λέσχης Ἀχαρνῶν «Ὁ Καπετὰν Εὐκλείδης»).
Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἂν σήμερα εἴμαστε ἐλεύθεροι καὶ Ἕλληνες, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὴν Ἀνάσταση, διότι ἀπὸ ποῦ ἀλλοῦ θὰ ἀντλοῦσαν δύναμη οἱ Νεομάρτυρες γιὰ νὰ δώσουν κατὰ χιλιάδες τὸ αἵμα τους, διατηρῶντας ζωντανὸ τὸ Ρωμέικο;
Ἀποδεικνύεται, ἔτσι, τοῦ λόγου τὸ ἀληθές. Αὐτὸ τὸ Ρωμέικο, ἡ γλυκιὰ Ρωμιοσύνη… πόσα ἔχει ὑποφέρει. Χτυπήματα ἀπὸ δυτικά, ἀπὸ ἀνατολικά, ἀπὸ βόρεια. Συνεχῶς χτυπήματα, συνεχῶς Σταύρωση, ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερική, Σταύρωση, ἀλλὰ καὶ Ἀνάσταση. Ἔχουν ἀπόλυτο δίκαιο οἱ ποιητὲς ποὺ λένε: «τὴν Ρωμιοσύνη μὴν τὴν κλαῖς», «κανένας δὲν εὑρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψει, κανένας, γιατὶ σκέπει την ἀπὸ ψηλὰ ὁ Θεός μου».
Τὶς ἡμέρες αὐτές, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν αὐριανή, αἱματοβαμμένη ἐπέτειο τῆς 19ης Μαΐου, καθηκόντως καὶ εὐλαβικὰ μνημονεύουμε τὶς ἀδικοχαμένες, ἀθῶες ψυχὲς τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου, θυμάτων τῆς Γενοκτονίας τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ναί, τῆς Γενοκτονίας, ὅπως ὅλοι οἱ σοβαροὶ ἄνθρωποι τὴν ἔχουν ἀναγνωρίσει, χωρὶς μισόλογα καὶ λογοπαίγνια, τὰ ὁποία ἀρέσκονται νὰ προωθοῦν ἄνθρωποι φίλα προσκείμενοι σὲ κάθε τὶ ἀνθελληνικό.
Αὐτοί, ἂν καὶ κάποτε κλήθηκαν νὰ ὑπηρετήσουν τὸν ἑλληνικὸ λαὸ, μπέρδεψαν τοὺς λαοὺς καὶ στράφηκαν στὴν ὑπηρεσία τῶν συμφερόντων τῆς γείτονος. Ὅπως, ὅμως, ἐκεῖνοι ξέρουν νὰ διαγράφουν τὴν ἱστορία, ἔτσι καὶ ἡ ἱστορία θὰ τοὺς διαγράψει, ὅπως τόσους καὶ τόσους ἄλλους.
Γιὰ νὰ θυμηθοῦν οἱ μεγαλύτεροι καὶ νὰ μάθουν οἱ μικρότεροι, μέχρι τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰώνα, οἱ Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ οἱ Πόντιοι, εἶχαν καταφέρει μὲ τὴν εὐφυία, τὴν τεχνογνωσία καὶ τὶς ἱκανότητές τους νὰ γίνουν σταδιακὰ οἱ κύριοι τῆς οἰκονομίας τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ Ἐνορίες ἔσφυζαν ἀπὸ ζωή. Τὰ σχολεῖα συνεχῶς πλήθαιναν καὶ ἔβγαζαν ἄριστους μαθητές. Παράλληλα, τὰ ὀθωμανικὰ ἐδάφη συρρικνώθηκαν, εἰδικὰ μετὰ τὸν Α΄ Βαλκανικὸ Πόλεμο.
Ἐρχόμαστε, λοιπόν, στὸ 1914 καὶ τὴν κήρυξη τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.Τὸ κίνημα τῶν Νεότουρκων, οἱ ὁποῖοι πρὶν λίγα ἔτη θέλησαν νὰ ἀνατρέψουν τὸν Σουλτάνο καὶ νὰ χορηγήσουν ἰσότητα σὲ ὅλους τοὺς πολίτες τῆς αὐτοκρατορίας, τώρα φωνάζουν τὸ σύνθημα: «ἡ Τουρκία στοὺς Τούρκους». Τί ἄλλαξε ξαφνικά;
Ἁπλούστατα, ὁ Γερμανὸς στρατηγὸς Λίμαν Φὸν Σάντερς, ὁ ὁποῖος στάλθηκε στὴ σύμμαχο Τουρκία γιὰ νὰ ἐκπαιδεύσει καὶ νὰ διοικήσει τὸν στρατό της, πρότεινε τὴν μεγάλη λύση τοῦ «προβλήματος» τῆς Τουρκίας: «ἂν θέλετε νὰ συνεχίσετε νὰ εἶστε κύριοι αὐτοῦ τοῦ τόπου, πρέπει νὰ ἐξοντώσετε κάθε ξένο στοιχεῖο». Στὸ στόχαστρο, ἀσφαλῶς, οἱ Ἀρμένιοι καὶ οἱ Ἕλληνες. Τοὺς Ἀρμένιους τοὺς ἔσφαξαν χωρὶς ντροπὴ καὶ κάλυψη. Ἐπειδή, ὅμως, δέχθηκαν τὴν παγκόσμια κατακραυγή, φρόντισαν νὰ ἐξοντώσουν τοὺς Ἕλληνες μὲ πιὸ ὕπουλα μέσα.
Ἀρχικά, τὰ τάγματα ἐργασίας. Ἄνδρες ἀπὸ 15 ἕως 48 ἐτῶν ἀποκόβονταν ἀπὸ τὶς οἰκογένειές τους καὶ ἐξαναγκάζονταν σὲ πολύωρη καθημερινὴ ἐργασία ὑπὸ ἄθλιες συνθῆκες, μεταξὺ τῶν ὁποίων: βιασμοί, πεῖνα καὶ δίψα. Κάποιοι, ἀγανακτισμένοι μὲ τὴν κτηνώδη ἀντιμετώπιση, δραπέτευσαν καὶ προσαρτήθηκαν σὲ ἀντάρτικες ὁμάδες στὰ βουνά. Ἀπ΄ τοὺς ἐναπομείναντες, ἐπέζησαν ἐλάχιστοι.
Ἔπειτα, οἱ πυρπολήσεις καὶ οἱ λεηλασίες. Εἶναι δύσκολο γιὰ ἑμᾶς, ποὺ καμία ἐμπειρία δὲν εἴχαμε ἀπὸ τέτοιες φρικαλεότητες νὰ κατανοήσουμε τὸ μέγεθός τους. Νομίζω, ὅμως, ὅτι «εὐτυχισμένος» θεωροῦνταν ἐκεῖνος ποὺ τὸν δολοφονοῦσαν ἀκαριαῖα καὶ αὐτὸ διότι ἄλλους τοὺς ἔκαιγαν ζωντανούς, ἄλλους τοὺς ξεγύμνωναν καὶ τοὺς ἔπλεναν μὲ βραστὸ νερό, βίαζαν γυναῖκες, ἄνοιγαν τὶς κοιλιὲς τῶν ἐγκύων. Ἄλλους τοὺς ἀπαγχόνιζαν, βρέφη τὰ τσάκιζαν στὰ βράχια.
Θὰ μοὺ πεὶ κάποιος: «καὶ γιατί τὰ ἀναμοχλεύεις; Γιὰ νὰ διατηρήσεις τὸ μίσος; Ἐσὺ ποὺ μιλᾶς γιὰ ἀγάπη;». Ἀπαντῶ: Ἄλλο νὰ ἀγαπᾶς καὶ ἄλλο νὰ ξεχνᾶς. Τὴν ἀγάπη μας τὴν δείξαμε ὅταν αὐτοὺς ποὺ θὰ μᾶς ἐπισκέπτονταν νύχτα, τοὺς βοηθήσαμε, πρὶν λίγο καιρό, μέρα μεσημέρι.
Τέλος, οἱ λευκὲς πορεῖες. Πορεῖες; Πρὸς τὰ ποῦ; Κάθε πορεία, κάποιον προορισμὸ ἔχει. Αὐτὴ εἶχε ἕναν διαφορετικό, τὸν θάνατο. Κυριολεκτικά, ἔβαζαν τοὺς χιλιάδες ἀνθρώπους, μὴν κάνοντας καμία διάκριση σὲ βρέφη, ἡλικιωμένους καὶ ἐγκύους νὰ περπατοῦν νύχτα – μέρα μέχρι νὰ πεθάνουν. Αὐτὸς ἦταν ὁ προορισμός. Σήμερα, ὅλοι μιλοῦν γιὰ τὸ Ἄουσβιτς. Ποιός, ὅμως, ἀκόμη καὶ στὴν πατρίδα μας, ποιός μιλᾶ γιὰ αὐτὲς τὶς πορεῖες ποὺ ἔχουν χαρακτηριστεῖ «Ἄουσβιτς ἐν ροῇ». Βέβαια, μοῦ διέφυγε: στὴν πατρίδα μας, προοδευτικὸς εἶσαι μόνο μιλῶντας θετικὰ ὑπὲρ τῶν ἄλλων καὶ θάβοντας τὴν ταυτότητά σου.
Ὅσοι κατάφεραν νὰ γλιτώσουν, κατέφυγαν οἱ μὲν στὴν ἡρωομάνα Μακεδονία, οἱ δὲ στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση. Δυστυχῶς, οἱ τελευταῖοι δὲν ἡσύχασαν, διότι εἶχαν βρεθεῖ ἀναγκαστικὰ ἀνάμεσα σὲ αὐτοὺς ποὺ συνεργάστηκαν μὲ τοὺς φονιάδες, ὡς τέτοιοι. Εἶχαν καταφύγει σὲ αὐτοὺς ἀπὸ τὰ ὅπλα τῶν ὁποίων σκοτώθηκαν οἱ ἀγαπημένοι τους. Ἔμελλε νὰ περάσουν δύσκολα, γιατὶ ἦταν Ὀρθόδοξοι. Ἐνῶ εἶχαν φτιάξει γιὰ δεύτερη φορὰ τὶς ζωές τους, ἐξορίσθηκαν ξανὰ ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πολλοὶ σήμερα προσκυνοῦν, ἤ θεωροῦν «πατέρες». Γιὰ νὰ ξεχάσουν τὴν πίστη καὶ τὴν γλώσσα τους, στάλθηκαν μὲ τρένα στὸ Καζακστάν.
Πάλι, ὅμως, ἡ Ρωμιοσύνη δὲν ἐξαλείφθηκε. Κὶ ἐκεὶ ἀκόμα, οἱ Ἕλληνες πολιτισμὸ μετέδωσαν. Ἑνωμένοι, ἔχτισαν τὶς ζωές τους, ἔχτισαν Ἐκκλησίες καὶ κράτησαν τὴν ταυτότητά τους μέσα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῆς καρδιακῆς τους πίστης, τὶς ἀναμνήσεις τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων καὶ τὸν πολιτισμὸ τῆς λύρας καὶ τῆς σέρρας, μέχρι ποὺ ἐπέστρεψαν στὴν ἀρχαία κοιτίδα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐδώ.
Καὶ ἐρχόμαστε στὸ σήμερα. Σήμερα, ἀγαπητοί μου, ὑφιστάμεθα μὲ δική μας εὐθύνη μία ἄλλη φάση Γενοκτονίας, Γενοκτονίας τῆς μνήμης.
Θαμπωνόμαστε ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς μιᾶς Δύσης, ἡ ὁποία ὄχι μόνο στάθηκε ἀπόλυτα ἀπαθὴς ἀπέναντι στὴ σφαγὴ τῶν προγόνων μας, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἔβαζε τὴν πλάτη της, χωρὶς νὰ φανεῖ. Ὡς ἀποτέλεσμα; Ἔχουν περάσει μόνο 104 χρόνια καὶ ξεχνᾶμε, ἄν δὲν ἔχουμε ἤδη ξεχάσει. Καὶ θὰ μου πεῖ κάποιος: πῶς λὲς ὅτι ξεχνᾶμε ἀφοῦ εἴμαστε σήμερα ἐδώ; Καὶ ἐρωτῶ: πόσοι εἴμαστε καὶ πόσοι θὰ ἔπρεπε νὰ εἴμαστε; Ὄχι μόνο ἐδώ, ἀλλὰ σὲ ὅλες τὶς ἐστίες Ἑλλήνων τοῦ Πόντου.
Πῶς καυχώμαστε ὅτι κρατοῦμε ἀναμμένο μὲ τὴν φλόγα τῆς μνήμης τὸ καντήλι ποὺ ὀνομάζεται «ΠΟΝΤΟΣ», ὅταν στὰ σπιτικά μας τὸ καντήλι στὰ Ἅγια Εἰκονίσματα, ἄν ὑπάρχει καὶ αὐτό, εἶναι σβηστό; Ἀπὸ τὴν ἄλλη, γιατὶ νὰ θυμόμαστε μόνο αὐτὴ τὴν περίοδο τὶς 353.000 ψυχές, καὶ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο χρόνο ἡ μόνη μας ἐπαφὴ μὲ τὸν Πόντο νὰ περιορίζεται στοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια;
Ποιός ἀπὸ ἑμᾶς ἀνάβει κεράκι γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν προγόνων του; Ἂς ἔχουμε ὑπόψιν ὅτι ἡ Γενοκτονία εἶναι ἕνα μόνο μέρος τῆς ἰστορίας τοῦ Ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἀξίζει νὰ μάθουμε καὶ τὰ ἄλλα μέρη. Οἱ πρόσφυγες γονεῖς καὶ παπποῦδες σας δὲν ἄφησαν τὸν Τραπεζούντιο Ἀετὸ νὰ πεθάνει, διότι τὸν ἔθρεψαν μὲ τρία πράγματα ποὺ ἀνέφερα πιὸ πάνω: πίστη, ἤθη καὶ πολιτισμός. Ἂν θέλουμε νὰ σώσουμε τὴν κατάσταση καὶ νὰ ἐξασφαλίσουμε ἕνα εὐοίωνο μέλλον γιὰ τὶς ἐπόμενες γενιές, ὥστε νὰ μᾶς μνημονεύουν μὲ εὐγνωμοσύνη, πρέπει Πολιτεία, Πολιτισμικοὶ Σύλλογοι καὶ Ἐκκλησία νὰἑνώσουμε τὶς δυνάμεις μας καὶ νὰ συνεργαστοῦμε γιὰ ὅλα τὰ παραπάνω, ὄχι μόνο σὲ ἐπιλεγμένες περιόδους. Ἑμεῖς, ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐργαζόμαστε. Χαρακτηριστικὸς καρπὸς αὐτῆς τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἐργασίας, ὁ Ἱερὸς Προσκυνηματικὸς Ναὸς τῆς Μάνας τοῦ Πόντου, Παναγίας Σουμελᾶ, στὸν γειτονικὸ Ἀσπρόπυργο. Χτίσθηκε γιὰ νὰ λειτουργήσει ὡς θεματοφύλακας τῶν παραδόσεων καὶ τῶν ἀξιῶν, ὡς ἕνας τόπος καταφυγῆς γιὰ τοὺς ξεριζωμένους Ποντίους καὶ ὄχι μόνο. Γιὰ νὰ προσευχόμαστε ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῶν θυμάτων τῆς Γενοκτονίας, ἀλλὰ καὶ νὰ παραδειγματιζόμαστε ἀπὸ τὴν θυσία τῶν Ἀνταρτῶν τοῦ Πόντου, μεταξὺ τῶν ὁποίων, ὁ Καπετὰν Εὐκλείδης, καὶ τῶν Ποντίων Νεομαρτύρων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ Ἁγία Κασσάνδρα ἡ Τραπεζουντία,πρόγονος τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Δημητρίου Ὑψηλάντη, τὰ Ἱερὰ Λείψανα τῆς ὁποίας ἀναπαύονται στὸν Ναό.
Σὲ αὐτὴ τὴν Δέσποινα, τὴν Παναγία μας, θὰ ἤθελα, κλείνοντας, νὰ ἀπευθύνω μία ἱκεσία μέσα ἀπὸ τοὺς στίχους ἑνὸς σύγχρονου τραγουδιοῦ:
«Βοήθα, τοῦ Πόντου Παναγιά, τὸν προδομένο μας λαό,
Ἄχ, Παναγιά μου Σουμελά, σκύβω τὸ χέρι σου φιλῶ,
Μίλα μας γιὰ τὴν λευτεριά,
Νὰ΄ ρθεῖ ξανὰ ἡ ξαστεριά.»
Εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ ἀναπαύσει τὶς ψυχὲς τῶν ἀθώων ἀνθρώπων ποὺ σφαγιάστηκαν καὶ ἐκείνων ποὺ ἔπρεπε μετὰ τὰ γεγονότα νὰ ζήσουν στερημένοι καὶ πονεμένοι, καθώς επίσης νὰ μᾶς φωτίζει ὅλους γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καθῆκον μας.